Νεβροῦ — Νεβρός young of the deer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεβρίζω — (Α) [νεβρίς] 1. φορώ δέρμα νεβρού κατά την εορτή τού Βάκχου, τού Διονύσου 2. (κατ επέκτ.) εορτάζω τα Διονύσια 3. περιβάλλω με δέρμα νεβρού τους εορτάζοντες 4. (κατά τον Αρποκρατίωνα) «ἐπὶ τοῡ νεβροὺς διασπᾱν κατά τινα ἄρρητον λόγον» … Dictionary of Greek
νεβρή — νεβρῆ και ασυναίρ. νεβρέη, ἡ (Α) 1. το δέρμα τού νεβρού, η νεβρίδα 2. (γενικά) δορά, δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ῆ / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ ή, παρδαλ ή)] … Dictionary of Greek
νεβρίδα — η (Α νεβρίς, ῑδος και ίδος) το δέρμα τού νεβρού, τού νεογνού τού ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.) νεοελλ. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών τής οικογένειας τών συαινιδών αρχ. το δέρμα τού νεαρού ελαφιού, ιδίως ως… … Dictionary of Greek
νεβρίτης — νεβρίτης, ὁ (Α) αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» πολύτιμος ιερός λίθος τού Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek
νεβριδόπεπλος — νεβριδόπεπλος, ον (Α) (για τον Βάκχο και τους βακχεύοντες) αυτός που φορά νεβρίδα, δέρμα νεβρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρίς, ίδoς «δέρμα μικρού ελαφιού» + πέπλος (πρβλ. ιό πεπλος, λινό πεπλος)] … Dictionary of Greek
νεβροχίτων — νεβροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί νεβρίδα, δέρμα νεβρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + χιτών (πρβλ. λινο χίτων, προβατο χίτων)] … Dictionary of Greek
νεβρόγονος — νεβρόγονος, ον (Α) αυτός που προέρχεται ή κατασκευάστηκε από νεβρό («μνήμη νεβρόγονος» το οστό κνήμης νεβρού, Κλεόβουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. θεό γονος, πηλό γονος] … Dictionary of Greek
νεβρώδης — νεβρώδης, ῶδες (Α) [νεβρός] (επίθ. τού Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί δέρμα νεβρού … Dictionary of Greek